ναυτιώδη

ναυτιώδη
ναυτιώδης
nauseous
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ναυτιώδης
nauseous
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ναυτιώδης
nauseous
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ναυτιώδης — ῶδες (Α ναυτιώδης, ῶδες) [ναυτία] 1. αυτός που προκαλεί ναυτία, αυτός που προκαλεί τάση για εμετό 2. αυτός που έχει τάση για εμετό, αυτός που υποφέρει από ναυτία 3. μτφ. αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας. επίρρ... ναυτιωδῶς (Α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”